- ωκύς
- -εῑα, -ύ, ΜΑ, θηλ. και ὠκύς Μ(ιδίως ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) ταχύς, γρήγορος, ευκίνητος («τοῑσι δ' ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. (για πτηνό) ταχύπτερος2. (για πλοίο) ταχύπλοος3. (για βέλος) ὠκύπορος*4. οξύς («ὠκὺ νόημα», Ύμν. Ερμ.)5. αυτός που τελείται γρήγορα6. καυστικός («ἀκτὶς ὠκέος ἠελίου», Ανθ. Παλ.)7. διαπεραστικός8. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκύα) η ταχύτηταβ) η οξύτητα.επίρρ...ὠκέως Αμε ταχύτητα, γρήγορα («χερσὶ καθέλεν.. ὠκέως», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὠκύς ανάγεται σε ΙΕ τ. *ōku-s και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. āšu- και αβεστ. āsu-, ενώ ο υπερθ. τού επιθ. ὤκιστος αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. āšis tha και αβεστ. āsišta-. Ο λατ., εξάλλου, τ. τού συγκριτικού ōcior αντιστοιχεί με τον ανώμαλο τ. συγκριτικού ὠκίων, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον ομαλό τ. ὠκύτερος. Έχει υποστηριχθεί, τέλος, η σύνδεση τής οικογένειας τού ὠκύς «ταχύς, γρήγορος» αλλά και «οξύς» με τη ρίζα *ak- «οξύς αιχμηρός» (πρβλ. λατ. accipiter «ταχύπτερος»), βλ. και λ. οξύς].
Dictionary of Greek. 2013.